- στρατηγός
- Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι:
1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής στο Κοντινιανό φροντιστήριο. Έργα του: Ομήρουβατραχομυομαχία εκ του ελληνικού εις το κρητικόν απλούν ιδίωμα (1745), Διδασκαλία θεωρικοπρακτική περί των πυρετών (1745), Ωδάριον περί θεϊκής, αγάπης (1745), Ιστορική μυσταγωγία (1745). Έγραψε και επιγράμματα και δημοσίευσε διάφορες μεταφράσεις.
2. Γρηγόριος. Γεννήθηκε το 1736 στη Δαλματία. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και διατέλεσε σύμβουλος της Βενετικής Πολιτείας. Έγραψε διάφορες μελέτες της ειδικότητας του στα ιταλικά.
3. Δημήτριος. Σπούδασε στρατιωτική στην Ιταλία και υπηρέτησε εκεί ως αξιωματικός του μηχανικού. Πήρε μέρος το 1716 στην πολιορκία της Κέρκυρας από το στρατηγό Σχουλεμβούρ.
4. Ιωάννης - Δομίνικος. Γεννήθηκε το 1731 στη Δαλματία, όπου και πέθανε το 1799. Σπούδασε θεολογία στην Ιταλία (Ρώμη και Περούτζια). Δίδαξε φιλοσοφία και θεολογία στη
Φλωρεντία και στην Πίζα. Καθολικός στο θρήσκευμα, χειροτονήθηκε επίσκοπος Τσιτανόβας στη Δαλματία. Έγραψε θεολογικές μελέτες και ποιήματα στα ιταλικά.
* * *ο, ΝΜΑ, και αρκαδ. και δωρ. τ. οτραταγός και αιολ. τ. στρόταγος και στον Αριστοφ. στρατηγός, ἡ, Ααρχηγός ή διοικητής στρατεύματοςνεοελλ.1. ανώτατος στρατιωτικός επιφορτισμένος με τη διοίκηση μεγάλης μονάδας ή με τη διεύθυνση επιτελείου («στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας»)2. συνήθης προσαγόρευση όλων τών ανώτατων αξιωματικών που έχουν βαθμό ανώτερο τού συνταγματάρχημσν.τίτλος στη στρατιωτική ιεραρχία τής βυζαντινής περιόδου, που χρησιμοποιήθηκε από τον 7ο ως τον 12ο αιώνα για τον ανώτατο στρατιωτικό και πολιτικό διοικητήαρχ.1. κυβερνήτης, αρχηγός, διοικητής («πόλει κήρυγμα θεῑναι τὸν στρατηγόν», Σοφ.)2. ο διοικητής τού πεζικού, σε αντιδιαστολή προς τον ναύαρχο και τον ίππαρχο3. ο ανώτατος άρχων τών πόλεων τής Μικράς Ασίας αλλά και άλλων ελληνικών πόλεων4. (στην πτολεμαϊκή και ρωμαϊκή Αίγυπτο) ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής νομού5. ο ανώτατος διοικητής τών ανατολικών επαρχιών6. αξιωματικός ο οποίος ήταν αρχηγός τής φρουράς τού ναού στα Ιεροσόλυμα7. ο αρχηγός φάλαγγας, φαλαγγάρχης8. (στη Ρώμη) α) δικαστής τών αστικών υποθέσεωνβ) διοικητής ρωμαϊκής επαρχίαςγ) καθένας από τους δύο συνάρχοντες δυαρχίας ή δυανδρίας9. μτφ. αρχηγός («στρατηγοὶ κυνηγεσίων», Αριστοτ.)10. (το αρσ. πληθ.) oἱ στρατηγοί(στην αρχ. Αθήνα) οι δέκα άρχοντες που εκλέγονταν ετησίως με ψηφοφορία ως διοικητές τού στρατού και τού στόλου και γενικά ως ηγήτορες τών στρατιωτικών πραγμάτων11. φρ. α) «οἶνος στρατηγός»μτφ. οίνος άριστης ποιότητας (Αντιφ.)β) «στρατηγὸς ὕπατος» — ο ανώτατος άρχων τής ρωμαϊκής πολιτείαςγ) «στρατηγὸς ἀνθύπατος» — έπαρχος με εξουσία υπάτουδ) «ἐξαπέλεκυς στρατηγός» — ο πραίτωραςε) «νυκτερινὸς στρατηγός»(στην Αλεξάνδρεια) ο αρχηγός τής αστυνομίας (Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ-ηγός, πλο-ηγός, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.